εὐφραίνομαι

εὐφραίνομαι
εὐφραίνω
cheer
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευφραίνομαι — ευφραίνομαι, ευφράνθηκα βλ. πίν. 46 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κεὐφραίνομαι — εὐφραίνομαι , εὐφραίνω cheer pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… …   Dictionary of Greek

  • συνευφραίνομαι — ΜΑ [εὐφραίνομαι] ευφραίνομαι κι εγώ μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • υπερήδομαι — και σπάν. τ. ενεργ. ύπερήδω Α 1. μέσ. ευφραίνομαι σε μέγιστο βαθμό 2. ενεργ. προκαλώ μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἥδομαι «ευφραίνομαι, χαίρομαι»] …   Dictionary of Greek

  • веселитисѧ — ВЕСЕЛ|ИТИСѦ (234), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Радоваться, веселиться, ликовать: въспри˫а ты блага˫а въ животѣ своѥмь. ˫ако же и оубогыи зъла˫а. тѣмь же онъ веселить сѩ. а ты стражеши. Изб 1076, 41 об.; Кръвию своѥю очьрвила ѥста. нетьлѣньноую ризоу и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άγαμαι — ἄγαμαι (Α) 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ 2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα 3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με το ἀγα . ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • αγάλλομαι — (Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω) χαίρομαι, ευφραίνομαι αρχ. 1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ 2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον 3. στολίζω 4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα ,… …   Dictionary of Greek

  • αγαλλιάζω — (Α ἀγαλλιάζομαι) [ἀγαλλιῶ] χαίρομαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι αγαλλίαση …   Dictionary of Greek

  • αγαλλιώ — (Α ἀγαλλιῶ) ( άω) χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάλλομαι, κατά τα ρήματα σε ιάω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”